γηροκομιέμαι

γηροκομιέμαι
γηροκομιέμαι, γηροκομήθηκα βλ. πίν. 59

Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • γηροκομούμαι — γηροκομούμαι, γηροκομήθηκα βλ. πίν. 74 και πρβλ. γηροκομιέμαι …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”